- γδυτός
- η , ό1) раздетый; 2) голый, обнажённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γδυτός — ή, ό αυτός που δε φορά ρούχα, ο γυμνός: Μου άνοιξε την πόρτα γδυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γδυτός — ή, ό [γδύνω] γυμνός … Dictionary of Greek
αζιπούνιαστος — η, ο [ζιπουνιάζω] αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γδυτός … Dictionary of Greek
ξέντυτος — η, ο [ξεντύνω] αυτός που δεν φορά ρούχα, γδυτός … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό 1. αυτός που δε φοράει ρούχα, γδυτός, ακάλυπτος: Της αρέσει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα γυμνή. 2. μτφ., ο φτωχός, ο άδειος: Το δωμάτιό μου είναι γυμνό γιατί δεν αγόρασα ακόμα έπιπλα. 3. χωρίς βλάστηση, άδεντρος: Γυμνός λόφος. 4. το ουδ. ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)